- διαχειριζόμενος
- διαχειρίζωhave in handpres part mp masc nom sgδιαχειρίζωhave in handpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτετραμμένος — η, ο [επιτρέπω] (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτρέπω) 1. αυτός που επιτρέπεται, ο θεμιτός, ο μη απαγορευμένος 2. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί με κοινή αναγνώριση ένα έργο κοινωνικού ενδιαφέροντος (α. «οι επιτετραμμένοι τής τάξεως» β. «ο… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek